- ἐπιτραπεζίων
- ἐπιτραπέζιοςonmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MENSA — vide MENSAE Has Sacras fecerunt Gentiles Salinorum appositu, et simulacris Deorum, ut ait Arnobius adv. Gentes l. 2. θεῶν videl. ἐπιτραπεζίων, seu sigillorum epitrapeziorum, uti ad Festum observat Scaliger voce Mensae; quae velut Genii et Tutelae … Hofmann J. Lexicon universale
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
κασετίνα — η 1. μικρό κιβώτιο ή θήκη που χρησιμοποιείται για φύλαξη κοσμημάτων, επιστολών, μολυβιών τών μαθητών, επιτραπέζιων σκευών και άλλων μικροαντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassettina] … Dictionary of Greek
κωμάρχιος — ο φρ. (στην αρχ. ελλ. μουσ.) «κωμάρχιος νόμος» ένας από τους κύριους αυλωδικούς νόμους, που προοριζόταν για συνοδεία επιτραπέζιων τραγουδιών στα συμπόσια … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
μπουφές — ο 1. έπιπλο για τη φύλαξη επιτραπέζιων σκευών 2. τμήμα κέντρου αναψυχής, όπου σερβίρονται ποτά ή πρόχειρο φαγητό, κυλικείο 3. τραπέζι με μεζέδες οι οποίοι προσφέρονται σε γιορτή ή συγκέντρωση, κατά την οποία οι καλεσμένοι σερβίρονται μόνοι τους… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
σουλτανίνα — Ποικιλία αμπελιού (οικογένεια Αμπελίδες, δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας επιτραπέζιων σταφυλιών και ξερών σταφίδων. Καλλιεργείται στην Τουρκία, Περσία, Αμερική (Καλιφόρνια), Αυστραλία και στην Ελλάδα, με… … Dictionary of Greek
Αρχανών, δήμος — Δήμος (4.548 κάτ.) του νομού Ηρακλείου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και την πρώην κοινότητα Κάτω Αρχανών, η οποία καταργήθηκε. Έδρα του νέου δήμου ορίστηκε ο η κωμόπολη Επάνω… … Dictionary of Greek